- κοχλίδιον
- κοχλ-ίδιον, τό, Dim. ofA
κόχλος 2
, BGU1118.15 (i B. C.), Epict. Ench.7, EM534.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόχλος 2
, BGU1118.15 (i B. C.), Epict. Ench.7, EM534.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοχλίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλιδίοις — κοχλίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλιδίου — κοχλίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλιδίων — κοχλίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλίδια — κοχλίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλάδι — και κοχλίδι και χοχλάδι και χοχλίδι, το (Α κοχλάδιον και κοχλίδιον) μικρός κοχλίας ή μικρός κόχλος νεοελλ. βότσαλο, κροκάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + υποκορ. κατάλ. άδι(ον), πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι] … Dictionary of Greek
κοχλίδι — το (Α κοχλίδιον) βλ. κοχλάδι … Dictionary of Greek